Η ζωή και η κληρονομιά του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β', του οποίου το όνομα κατά τη γέννησή του ήταν Karol Wojtyła, είναι ένα θέμα που αντηχεί βαθιά στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας και του κόσμου γενικότερα. Γεννημένος στο Wadowice της Πολωνίας στις 18 Μαΐου 1920, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος έγινε ένας από τους πιο επιδραστικούς πάπες του 20ού αιώνα.
Η παποσύνη του, η οποία διήρκεσε από το 1978 έως το 2005, υπήρξε μάρτυρας βαθιών πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Από την εστίασή του στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον διαθρησκευτικό διάλογο μέχρι τον ρόλο του στην πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του. Αυτό το άρθρο θα διερευνήσει τη ζωή του, από την καταγωγή του από την Πολωνία μέχρι την επίδρασή του ως πνευματικού και πολιτιστικού ηγέτη στον κόσμο.
Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος ΙΙ γεννήθηκε σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης. Ο πατέρας του, αξιωματικός του πολωνικού στρατού, και η μητέρα του, εκπαιδευτικός, του εμφύσησαν τις αξίες της πίστης, της σκληρής εργασίας και της αφοσίωσης. Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του όταν ήταν μόλις 9 ετών σηματοδότησε την αρχή μιας ζωής που θα αντιμετώπιζε πολλές αντιξοότητες. Παρά τις δυσκολίες, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος αρίστευσε στο σχολείο και έδειξε ενδιαφέρον για το δράμα και την ποίηση.
Η παιδική ηλικία του Αγίου Ιωάννη Παύλου επηρεάστηκε βαθιά από την καθολική κοινότητα του Wadowice. Εκεί, πήγε στην τοπική εκκλησία, όπου ανέπτυξε μια προσωπική σχέση με τον Θεό που θα γινόταν όλο και πιο δυνατή σε όλη του τη ζωή. Αυτή η θρησκευτική βάση ήταν θεμελιώδης για την πνευματική και ηθική του διαμόρφωση, παρακινώντας τον να ακολουθήσει την πορεία προς την ιεροσύνη.
Ως νεαρός, ο Άγιος Ιωάννης Παύλος έζησε τον αντίκτυπο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Πολωνία, ο οποίος άφησε βαθιά σημάδια στην κοσμοθεωρία του. Η σχέση του με τον πατέρα του, ο οποίος τον δίδαξε τη σημασία της πίστης και της αντοχής, ήταν ζωτικής σημασίας για την προσωπική του ανάπτυξη. Επιπλέον, το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και το θέατρο τον οδήγησαν στην εξερεύνηση υπαρξιακών και φιλοσοφικών θεμάτων που θα επηρέαζαν αργότερα τις διδασκαλίες του ως Πάπα.
Ο πολωνικός πολιτισμός, πλούσιος σε παράδοση και πνευματικότητα, έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Η διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας σε αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο του παρείχε ένα πλαίσιο που θα τον καθοδηγούσε στην ιερατική του ζωή και, αργότερα, στην παποσύνη του.
Καθώς ο Karol Wojtyła μπήκε στην εφηβεία του, η δέσμευσή του στην καθολική πίστη βάθυνε. Σπούδασε σε ένα υπόγειο ιεροδιδασκαλείο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, μια απόδειξη της αποφασιστικότητας και του θάρρους του. Ήταν μια εποχή που πολλοί Καθολικοί στην Πολωνία αντιμετώπιζαν σοβαρές διώξεις και η απόφασή του να γίνει ιερέας αντανακλούσε αξιοσημείωτο θάρρος.
Η επιρροή θρησκευτικών προσωπικοτήτων και καθοδηγητών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βοήθησε επίσης στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' δεν θα ήταν μόνο θρησκευτικός ηγέτης, αλλά και υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θέματα που θα αντηχούσαν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής και της παποσύνης του.
Ο Karol συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Jagiellonian της Κρακοβίας, όπου σπούδασε φιλολογία και ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο. Αυτή η περίοδος στο πανεπιστήμιο όχι μόνο του παρείχε ένα στέρεο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, αλλά του επέτρεψε επίσης να εξερευνήσει το πάθος του για τις τέχνες. Μέσω του θεάτρου, ανέπτυξε δεξιότητες επικοινωνίας και ενσυναίσθησης που θα χρησιμοποιούσε αργότερα στη διακονία του.
Ο συνδυασμός της αγάπης του για τη λογοτεχνία και το θέατρο με την αυξανόμενη θρησκευτική του αφοσίωση έθεσε μοναδικά θεμέλια για το μέλλον του. Η πανεπιστημιακή εμπειρία του επέτρεψε επίσης να συνάψει ουσιαστικές φιλίες, πολλές από τις οποίες θα παρέμεναν σε όλη του τη ζωή και θα συνέβαλαν στην οπτική του για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία το 1939 διέκοψε απότομα τη ζωή του Karol Wojtyła. Η βαρβαρότητα του πολέμου και η ναζιστική κατοχή τον επηρέασαν βαθιά, οδηγώντας τον να προβληματιστεί για την ανθρώπινη κατάσταση και την ανάγκη για πίστη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνέχισε μυστικά την ιερατική του εκπαίδευση και το πάθος του για την κοινωνική δικαιοσύνη άρχισε να μεγαλώνει.
Ο πόλεμος όχι μόνο τον οδήγησε να αναρωτηθεί για τη φύση του πόνου, αλλά και ενίσχυσε την αποφασιστικότητά του να γίνει ένας ηγέτης που θα υπερασπιζόταν τους καταπιεσμένους. Αυτή η περίοδος των αντιξοοτήτων ήταν καθοριστική για την εξέλιξή του, καθώς διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του και τη μελλοντική του αποστολή ως πάπα.
Ο Wojtyła χειροτονήθηκε ιερέας το 1946 και γρήγορα απέκτησε φήμη χαρισματικού ηγέτη και βαθύ στοχαστή. Το έργο του στην επισκοπή της Κρακοβίας τον οδήγησε να εμπλακεί σε κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, επιδιώκοντας να συνδέσει την πίστη με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, αφιερώθηκε στη διακονία των νέων και στη συνεργασία με την εργατική κοινότητα, γεγονός που προμήνυε την ποιμαντική του προσέγγιση στην παποσύνη του.
Καθώς η καριέρα του προχωρούσε, ο Wojtyła διορίστηκε βοηθός επίσκοπος της Κρακοβίας και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπος. Η ικανότητά του να συνομιλεί με ανθρώπους από διαφορετικά υπόβαθρα και η ικανότητά του να αντιμετωπίζει δύσκολα ζητήματα τον έκαναν να ξεχωρίζει. Η θητεία του στην Κρακοβία του παρείχε μια πλατφόρμα για να αναπτύξει τη θεολογική του σκέψη και τη δέσμευσή του για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ως αρχιεπίσκοπος της Κρακοβίας, ο Wojtyła εργάστηκε ακούραστα για την αναζωογόνηση της καθολικής πίστης στην Πολωνία. Διοργάνωσε πνευματικά καταφύγια και προώθησε τη χριστιανική εκπαίδευση, ιδρύοντας κέντρα εκπαίδευσης για νέους. Η καινοτόμος προσέγγισή του και η σύνδεσή του με την κοινότητα τον κατέστησαν σεβαστό ηγέτη, όχι μόνο στην Πολωνία αλλά και διεθνώς.
Ο Wojtyła ξεχώρισε για την αντίθεσή του στο κομμουνιστικό καθεστώς, υπερασπιζόμενος την ελευθερία της συνείδησης και τα δικαιώματα των πιστών. Η προσήλωσή του στην κοινωνική δικαιοσύνη τον κέρδισε τον θαυμασμό τόσο της καθολικής κοινότητας όσο και εκείνων που αγωνίζονταν για την ελευθερία στην Πολωνία.
Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ 1962 και 1965, αποτέλεσε σημείο καμπής για την Καθολική Εκκλησία. Ο Wojtyła ήταν παρών ως επίσκοπος και συμμετείχε ενεργά στη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας. Υποστήριξε ένα άνοιγμα προς τον σύγχρονο κόσμο, τονίζοντας τη σημασία του διαθρησκευτικού διαλόγου και την ανάγκη να εμπλακεί η Εκκλησία στα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα.
Η συμμετοχή του στη Σύνοδο ενίσχυσε τη θέση του στην Εκκλησία και έθεσε τα θεμέλια για τις μελλοντικές του διδασκαλίες ως Πάπας. Η εμπειρία αυτή ενίσχυσε την πίστη του στη σημασία της ειρήνης και της συμφιλίωσης σε έναν διαιρεμένο κόσμο.
Το 1964, ο Wojtyła έγινε καρδινάλιος, εδραιώνοντας την επιρροή του στο Βατικανό. Η ηγεσία του στην Κρακοβία και η ενεργός συμμετοχή του στη Σύνοδο τον τοποθέτησαν ως υποψήφιο για την παποσύνη. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, συνέχισε να εργάζεται για τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δημιουργώντας μια κληρονομιά που θα τον συνόδευε μέχρι την εκλογή του ως πάπα το 1978.
Η σχέση του Wojtyła με τους νέους, καθώς και η ικανότητά του να επικοινωνεί με διαφορετικές ομάδες, τον κατέστησαν διεθνώς σεβαστή προσωπικότητα. Το χάρισμά του και το όραμά του για μια Εκκλησία αφοσιωμένη στην ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη είχαν απήχηση σε όλο τον κόσμο.
Η εκλογή του Wojtyła ως Πάπα στις 16 Οκτωβρίου 1978 σηματοδότησε μια ιστορική στιγμή. Ήταν ο πρώτος μη Ιταλός Πάπας εδώ και 400 χρόνια και η εκλογή του χαιρετίστηκε με χαρά σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στην πατρίδα του, την Πολωνία. Υιοθέτησε το όνομα Ιωάννης Παύλος Β΄, αποτίοντας φόρο τιμής στον προκάτοχό του και σηματοδοτώντας την πρόθεσή του να συνεχίσει την κληρονομιά του ανοίγματος και του διαλόγου.
Η παποσύνη του ξεκίνησε σε ένα περίπλοκο διεθνές πλαίσιο, με πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις σε έξαρση. Ο Ιωάννης Παύλος Β' έθεσε εξαρχής ως στόχο την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, χρησιμοποιώντας το βήμα του για να υπερασπιστεί την ειρήνη και τη δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία της παποσύνης του ήταν η αφοσίωσή του στα αποστολικά ταξίδια. Ο Ιωάννης Παύλος ΙΙ πραγματοποίησε περισσότερες από 100 διεθνείς επισκέψεις, μεταφέροντας το μήνυμα της ελπίδας και της ανανέωσης σε εκατομμύρια ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών, επικεντρώθηκε στη σημασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της θρησκευτικής ελευθερίας, αντιμετωπίζοντας κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα σε κάθε χώρα που επισκέφθηκε.
Οι πρώτες εγκυκλίους του αντανακλούσαν το όραμά του για μια Εκκλησία σε διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο. Στο Redemptor Hominis, τόνισε την κεντρική θέση του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, ενώ στο Dives in Misericordia τόνισε το έλεος του Θεού ως απάντηση στις αδικίες του κόσμου. Αυτές οι διδασκαλίες έδωσαν τον τόνο στην παποσύνη του και έθεσαν τα θεμέλια για τη συνεχή δέσμευσή του για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Ιωάννης Παύλος Β' έγινε εμβληματική μορφή στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη. Η επίσκεψή του στην Πολωνία το 1979 ήταν ένα κρίσιμο γεγονός που ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους να αμφισβητήσουν το κομμουνιστικό καθεστώς. Η έκκλησή του για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια βρήκε απήχηση στον πληθυσμό, δημιουργώντας ένα κίνημα αλληλεγγύης που κορυφώθηκε με την πτώση του κομμουνισμού στην Πολωνία το 1989.
Η επιρροή του Ιωάννη Παύλου Β΄ στην παγκόσμια πολιτική ήταν σημαντική. Η στενή σχέση του με τους παγκόσμιους ηγέτες, καθώς και η δέσμευσή του στον διαθρησκευτικό διάλογο, συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των υπερδυνάμεων και προώθησαν την ειρήνη σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
Ο Ιωάννης Παύλος Β΄ υπήρξε πρωτοπόρος στον διαθρησκευτικό διάλογο, τονίζοντας τη σημασία της κατανόησης και της συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων. Το 1986 οργάνωσε μια ιστορική συνάντηση με ηγέτες διαφόρων θρησκειών στην Ασίζη της Ιταλίας, όπου ενώθηκαν στην προσευχή για την παγκόσμια ειρήνη. Το γεγονός αυτό συμβόλιζε τη δέσμευσή του για την ειρήνη και την επιθυμία του να χτίσει γέφυρες μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η εστίασή του στο διάλογο βοήθησε στην ενίσχυση του μεγαλύτερου ανοίγματος μεταξύ των θρησκειών και προώθησε την αίσθηση της ενότητας στην πολυμορφία. Καθώς προσέγγιζε άλλες παραδόσεις, το μήνυμά του για σεβασμό και αγάπη διαδόθηκε, θέτοντας τα θεμέλια για ένα πιο ειρηνικό μέλλον.
Η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε πυλώνα της παποσύνης του Ιωάννη Παύλου Β'. Το έργο του στον τομέα αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, αλλά κάλυψε επίσης θέματα όπως ο ρατσισμός, η φτώχεια και η κοινωνική αδικία. Ήταν ένθερμος υπερασπιστής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υπερασπιζόμενος τους καταπιεσμένους και καταγγέλλοντας τις παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Στην περίφημη ομιλία του το 1995 για την επέτειο των Ηνωμένων Εθνών, ο Ιωάννης Παύλος Β' προέτρεψε τη διεθνή κοινότητα να συνεργαστεί για έναν πιο δίκαιο και ισότιμο κόσμο. Η εστίασή του στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την κοινωνική δικαιοσύνη τον κατέστησε ισχυρή φωνή στη διεθνή σκηνή, επηρεάζοντας την πολιτική και προωθώντας σημαντικές αλλαγές.
Ο Ιωάννης Παύλος Β' ήταν ένας πάπας που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους νέους, στους οποίους αφιέρωσε ιδιαίτερη θέση στη διακονία του. Καθιέρωσε τις Παγκόσμιες Ημέρες Νεολαίας, μια πρωτοβουλία που συγκέντρωσε εκατομμύρια νέους από όλο τον κόσμο σε εορτασμούς πίστης και κοινότητας. Οι εκδηλώσεις αυτές όχι μόνο ενίσχυσαν την πίστη των νέων, αλλά τους παρείχαν και μια πλατφόρμα για να εκφράσουν τις ανησυχίες και τις προσδοκίες τους.
Το μήνυμά του προς τους νέους τόνισε τη σημασία της ελπίδας, της αυθεντικότητας και της προσήλωσης στις χριστιανικές αξίες. Μέσα από την αλληλεπίδρασή του μαζί τους, ο Ιωάννης Παύλος Β' άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη ζωή πολλών νέων ανθρώπων, εμπνέοντάς τους να ζουν με σκοπό και αφοσίωση.
Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' ανακηρύχθηκε άγιος στις 27 Απριλίου 2014, ως αναγνώριση της ζωής του και της επίδρασής του στην Εκκλησία και τον κόσμο. Η αγιοποίησή του ήταν ένα σημαντικό γεγονός, που προσέλκυσε εκατομμύρια προσκυνητές στη Ρώμη για να γιορτάσουν την κληρονομιά του. Η αναγνώριση αυτή όχι μόνο εδραίωσε τη θέση του στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και επιβεβαίωσε τη συνεχιζόμενη επιρροή του.
Η αγιοποίηση ήταν μια στιγμή προβληματισμού για τη ζωή και τη διδασκαλία του. Πολλοί άνθρωποι θυμήθηκαν την αφοσίωσή του στην ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θεωρώντας την κληρονομιά του παράδειγμα για τις μελλοντικές γενιές.
Η κληρονομιά του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β' υπερβαίνει τη θητεία του ως Πάπα. Η εστίασή του στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα κοινωνικά δικαιώματα και τον διαθρησκευτικό διάλογο συνεχίζει να επηρεάζει τη σύγχρονη σκέψη. Οργανώσεις και κινήματα που προωθούν την κοινωνική δικαιοσύνη συχνά αναφέρουν τις διδασκαλίες του ως έμπνευση και καθοδήγηση στο έργο τους.
Επιπλέον, η έμφαση που έδωσε στη σημασία της οικογένειας και της ζωής άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η υπεράσπιση των οικογενειακών αξιών και ο σεβασμός της ζωής αποτελούν θέματα συνεχούς συζήτησης. Η κληρονομιά του εξακολουθεί να είναι παρούσα στον πολιτισμό, την πολιτική και την πνευματικότητα σε όλο τον κόσμο.
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β' εορτάζεται σε όλο τον κόσμο με ποικίλες δραστηριότητες και εκδηλώσεις προς τιμήν του. Από μνημόσυνα μέχρι πρωτοβουλίες κοινωνικής δικαιοσύνης, η ζωή και οι διδασκαλίες του συνεχίζουν να εμπνέουν εκατομμύρια ανθρώπους. Οι Παγκόσμιες Ημέρες Νεολαίας, τις οποίες ο ίδιος καθιέρωσε, παραμένουν ένα σημαντικό γεγονός στο ημερολόγιο της Εκκλησίας, προωθώντας την πίστη και την κοινότητα μεταξύ των νέων.
Πόλεις και κοινότητες έχουν επίσης ανεγείρει μνημεία και χώρους αφιερωμένους στη μνήμη του, υπενθυμίζοντας τη δέσμευσή του για ειρήνη και διάλογο. Η κληρονομιά του ζει στις ζωές όσων προσπαθούν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του για αγάπη, ελπίδα και υπηρεσία προς τους άλλους.
Η ζωή και η κληρονομιά του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β' είναι μια απόδειξη της ικανότητας ενός ατόμου να επηρεάζει τον κόσμο μέσω της πίστης, της αφοσίωσης και της αγάπης. Από την παιδική του ηλικία στο Wadowice μέχρι την παποσύνη του και πέρα από αυτήν, το μήνυμά του για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δικαιοσύνη συνεχίζει να έχει απήχηση και σήμερα. Σε έναν κόσμο που συχνά αντιμετωπίζει συγκρούσεις και διχασμό, η ζωή του μας υπενθυμίζει τη σημασία της προσπάθειας για ειρήνη, αμοιβαίο σεβασμό και ενότητα.
Η μορφή του Αγίου Ιωάννη Παύλου Β' δεν είναι μόνο σύμβολο της καθολικής πίστης, αλλά και φάρος ελπίδας για όλους εκείνους που αναζητούν δικαιοσύνη και συμφιλίωση στην κοινωνία. Η κληρονομιά του θα συνεχίσει να ζει στη συλλογική μνήμη, εμπνέοντας τις μελλοντικές γενιές να ακολουθήσουν τον δρόμο της αγάπης και της υπηρεσίας του.
Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' εξελέγη Πάπας στις 16 Οκτωβρίου 1978.
Ο Άγιος Ιωάννης Παύλος Β' έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έμπνευση του κινήματος της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989.
Ο Ιωάννης Παύλος Β' υπερασπίστηκε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα θεμελιώδη δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο, αντιμετωπίζοντας τις κοινωνικές και πολιτικές αδικίες τόσο στην πατρίδα του όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Ιωάννης Παύλος Β' προώθησε τον διαθρησκευτικό διάλογο ως έναν τρόπο οικοδόμησης γεφυρών μεταξύ διαφορετικών παραδόσεων, δίνοντας έμφαση στον αμοιβαίο σεβασμό και την κατανόηση.
Η κληρονομιά του συνεχίζει να εμπνέει κινήματα για τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καθώς και εορτασμούς και εκδηλώσεις προς τιμήν του σε όλο τον κόσμο.
Ο μακαριστός Αλβάρο ντελ Πορτίγιο εμπνεύστηκε από τον Άγιο Ιωάννη Παύλο Β΄ να πραγματοποιήσει το Ρωμαϊκό Ακαδημαϊκό Κέντρο του Τιμίου Σταυρού ανεγέρθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1985 από την τότε Σύνοδο για την Καθολική Εκπαίδευση.
Άγιος Ιωσήμαριος Escrivá Ο ιδρυτής του Opus Dei επιθυμούσε ένα κέντρο πανεπιστημιακών σπουδών το οποίο, σε συνεργασία με άλλα πανεπιστήμια της Ρώμης, θα επιτελούσε ένα ευρύ και βαθύ έργο έρευνας και κατάρτισης στις διάφορες εκκλησιαστικές επιστήμες, στην υπηρεσία ολόκληρης της Εκκλησίας.
Την πρόκληση ανέλαβε ο διάδοχός του, Bl. Álvaro del Portillo Υλοποίησε ουσιαστικά το έργο, διευθύνοντας ολόκληρη τη φάση υλοποίησης και αναλαμβάνοντας το ρόλο του πρώτου Μεγάλου Καγκελάριου.
Με την πάροδο του χρόνου, και με την προσθήκη άλλων ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, η Κέντρο έγινε
το Ρωμαϊκό Αθήναιον του Τιμίου Σταυρού, με τις Σχολές Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Κανονικού Δικαίου και το Ανώτερο Ινστιτούτο Θρησκευτικών Επιστημών του Apollinare.
Στις 26 Ιουνίου 1995, ο Άγιος Ιωάννης Ιωάννης Παύλος ΙΙ απένειμε στο Athenaeum τον τίτλο του Pontifical. Τρία χρόνια αργότερα (1998), με την ίδρυση της τέταρτης Σχολής Θεσμικής Κοινωνικής Επικοινωνίας στις 26 Φεβρουαρίου 1996, απονεμήθηκε τελικά ο τίτλος του Ποντιφικού Πανεπιστημίου.